- εξειλιγμένος
- -η, -ονβλ. εξελίσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξειλιγμένος — ἐξελίσσω unroll perf part mp masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελιγμένος — και εξειλιγμένος, η, ο (AM έξειλιγμένος) ξεδιπλωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά 2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek